- αλαφρόμυαλος
- -η, -οεπιπόλαιος, ανόητος, μωρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαφρόμυαλος — η, ο επιπόλαιος, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μυαλό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρομυαλιά] … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφροζυγιάζω — και αλαφροζυγίζω 1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό 2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς 3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος 4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ζυγιάζω] … Dictionary of Greek
αλαφροκέφαλος — η, ο επιπόλαιος, ανόητος (πρβλ. αλαφρόμυαλος). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ελαφροκέφαλος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροκεφαλιά] … Dictionary of Greek
αλαφρομυαλιά — η [αλαφρόμυαλος] έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, ανοησία … Dictionary of Greek
αλαφρονούσης — ούσα, ούσικο αλαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + νους] … Dictionary of Greek
αλαφροπαλάντζα — η 1. παλάντζα που δεν λυγίζει σωστά 2. άνθρωπος αλαφρόμυαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + παλάντζα] … Dictionary of Greek
ελαφρόμυαλος — η, ο αλαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
ελαφροκέφαλος — η, ο επιπόλαιος, αλαφρόμυαλος, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιπόλαιος — η, ο επίρρ. α 1. που βρίσκεται στην επιφάνεια, που δεν προχωρεί βαθιά: Επιπόλαιη αμυχή. 2. μτφ., που δεν εμβαθύνει, αλαφρόμυαλος, άστατος, αστόχαστος: Επιπόλαιη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)